γῦπες

γῦπες
γύψ
vulture
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γύπες — (gups).Κοινή ονομασία για διάφορα αρπακτικά ημερόβια πτηνά μεγάλων διαστάσεων. Οι γ. είναι αργοκίνητα και αδηφάγα πουλιά με μικρό κεφάλι, γυμνό γενικά λαιμό, ράμφος μακρύ και γυρισμένο στην άκρη σαν άγκιστρο και με λίγο κυρτά νύχια. Ο γ. ο τεφρός …   Dictionary of Greek

  • RACHAM — Hebr. Gap desc: Hebrew seu Rachama, Gap desc: Hebrew, cuius mentio Deutereon. c. 14. v. 17. Vultur, est, apuilae similis, seu Γυπαίετος, vulturinâ specie aquila; cuiusmodi avem sic describit Phile, Οὗ τὴν τε κεφαλήν γε, βαςιλεῦ, καὶ τὸ ςτόμα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιππόγυποι — ἱππόγυποι, οί (Α) ιππικό από γύπες, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γύπες αντί για ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + γύποι (< γύψ), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • γυπιάς — ( άδος), η (Α) βράχος που κατοικείται από γύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυψ + (επίθημα) ιαδ (πρβλ. ορεστιάς, ποντιάς)] …   Dictionary of Greek

  • επινοσσοποιούμαι — ἐπινοσσοποιοῡμαι, έομαι (Α) κατασκευάζω τη φωλιά μου πάνω σε κάτι («γῡπες ὄρεσιν οὐκ ἐπινοσσοποιήσονται», Δημόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ιερακόμορφος — η, ο (Α ἱερακόμορφος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών… …   Dictionary of Greek

  • κόνδορας — Αρπακτικό, ημερόβιο πουλί της οικογένειας των γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Vultur gryphus.Συγγενικό με τους γύπες της Ευρώπης και της Αφρικής, ο κ. είναι το μεγαλύτερο πτηνό με μήκος που ξεπερνά το 1 μ.… …   Dictionary of Greek

  • τάφος — Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. * * * (I) ο, ΝΜΑ λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ… …   Dictionary of Greek

  • τόργος — ὁ, Α 1. γύπας, όρνιο 2. φρ. «τόργος ὑγρόφοιτος» ο κύκνος (Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αλεξανδρινής ποίησης αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με έναν γερμ. τ. με σημ. «πελαργός» (πρβλ. αρχ. νορβ. storkr, αρχ. άνω γερμ. stork, αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”